δεξιώσῃ

δεξιώσῃ
δεξιώσηι , δεξίωσις
offer of the right hand
fem dat sg (epic)
δεξιάζω
approve
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
δεξιόομαι
greet with the right hand
aor subj mp 2nd sg
δεξιόομαι
greet with the right hand
fut ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δεξίωση — η επίσημη υποδοχή καλεσμένων: Μετά τη θεατρική πρεμιέρα, δόθηκε δεξίωση για τους ηθοποιούς και τους επίσημους καλεσμένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξίωση — η (AM δεξίωσις) [δεξιούμαι] το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον νεοελλ. 1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση 2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα… …   Dictionary of Greek

  • σουαρέ — το, και σουαρές, ο, Ν 1. βραδινή φιλική συγκέντρωση, εσπερίδα 2. φρ. «σουαρέ ντε γκαλά» μεγάλη χοροεσπερίδα, δεξίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soiree «βραδιά, δεξίωση» (< γαλλ. soir «βράδυ» < λατ. sero «αργά»)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • γκάρντεν πάρτυ — το δεξίωση ή γενικότερα διασκέδαση μέσα σε κήπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) garden party)] …   Dictionary of Greek

  • δεξιωτικός — δεξιωτικός, ή, όν (Μ) [δεξιούμαι] αυτός που είναι κατάλληλος για δεξίωση …   Dictionary of Greek

  • δεξιότητα — η (AM δεξιότης) [δεξιός] η επιδεξιότητα, η ικανότητα σε κάτι αρχ. 1. η εξυπνάδα, η οξύνοια 2. η δεξίωση, η υποδοχή 3. η ευγένεια τών τρόπων 4. η ευτυχία, η ευδαιμονία …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • δοχή — δοχή, η (AM) 1. δοχείο 2. υποδοχή, δεξίωση μσν. 1. εισφορά 2. ενέδρα …   Dictionary of Greek

  • επακολουθώ — (AM ἐπακολουθῶ, έω) ακολουθώ ύστερα από κάτι, συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα («μετά τον γάμο θα επακολουθήσει δεξίωση») (αρχ. μσν.) ακολουθώ, συντροφεύω αρχ. 1. βγαίνω, πηγαίνω συντροφιά με κάποιον, συνοδεύω 2. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”